-
1 куб
куб 1-а, πλθ. -ы α.1. κύβος (γεωμ. σώμα).2. κυβικό μέτρο•куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.
εκφρ.возвести в куб – υψώνω στον κύβο.куб 2-а α. πλθ. -ыλέβητας κυλινδρικού σχήματος•перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.
-
2 куб
кубм I. мат ὁ κύβος:возводить в \куб ὑψώνω στον κύβο·2. (котел для кипячения) ὁ βραστήρας, ὁ λεβητας [-ης]:перегонный \куб ὁ ἄμβιξ, ὁ ἀποστακτήρας, ὁ λαμπίκος. -
3 возведение
1. стр. η ανέγερση, η οικοδόμηση 2. мат. η ύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возведение